το κομπολόι

 

Το κομπολόι, επίσημα κομβολόγιο(ν), αποτελείται από χάντρες φτιαγμένες από κόκκαλο, κεχριμπάρι, ασήμι,γυαλί, ξύλο κ.λπ., τρυπημένες στο κέντρο και περασμένες σε νήμα του οποίου οι άκρες ενώνονται μεκόμπο, και οι οποίες μετατοπίζονται αργά αργά η μία μετά την άλλη με τη βοήθεια των δακτύλων, ή περιστρέφεται όλο πέριξ των δακτύλων ως ανδρική απασχόληση. Εκτός από νήμα, οι χάντρες μπορεί να ενώνονται με αλυσίδα, δέρμα, κλπ. Αποκαλείται επίσης (σε μάγκικη διάλεκτο) και «μπεγλέρι».

Το ελληνικό κομπολόι μοιάζει με τα προσευχητάρια που χρησιμοποιούνται σε διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις (ρωμαιοκαθολικό ροζάριο, μουσουλμανικό τασμπίχ, ορθόδοξο κομποσκοίνι) και μάλλον εξελίχθηκε από το κομποσκοίνι, αλλά είναι μοναδικό με την έννοια ότι δεν έχει καμία θρησκευτική ή τελετουργική σημασία. Χρησιμοποιείται για χαλάρωση, μεράκι, ως σύμβολο κοινωνικού κύρους, ως αγχολυτικό, ακόμη και ως μέσο περιορισμού του καπνίσματος. Ονομάζεται συχνά και εύχαντρο. Η λέξη υποδηλώνει τη διαδικασία εκκοσμίκευσης του κομπολογιού από εργαλείο προσευχής με στόχο τον εξαγνισμό του νου σε αντικείμενο ευχαρίστησης. Συχνά αυτή η μετατροπή αποδίδεται στην ψυχοσύνθεση των Ελλήνων, οι οποίοι «δεν είναι λαός της υποταγής, της κακομοιριάς και της προσευχής».

Το κομπολόι μαρτυρείται για πρώτη φορά σε εικόνα σε σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο και παρουσιάζει έναν τοπικό άρχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πιο γνωστούς κατόχους κομπολογιού τον 20ο αιώνα. Για πολλά χρόνια το κομπολόι ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο: η ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε από τις πρώτες γυναίκες που το διεκδίκησαν και για το ωραίο φύλο, σε διάφορες ταινίες της.

Κοινωνικές τάξεις και κομπολόι

Το κομπολόι στην Ελλάδα ιστορικά υπήρξε από τη μία σύμβολο γοήτρου και εξουσίας των προυχόντων, και από την άλλη αξεσουάρ των ανθρώπων του υποκόσμου, των ρεμπέτηδων και των χασικλήδων. Κομπολόι κρατούσαν οι μάγκες του υποκόσμου, κομπολόι και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής

Οι άρχοντες και οι πρόκριτοι κρατούσαν μεγάλο και βαρύ κομπολόι με χάντρες από κεχριμπάρι που είχε απαραίτητα και πλούσια μεταξένια φούντα για να χαϊδεύουν. Με το πέρασμα των χρόνων εμφανίζονται στην Ελλάδα οι μάγκες, οι νταήδες, οι κουτσαβάκηδες, οι χασικλήδες, οι λούμπεν και οι ρεμπέτες, ομάδες κοινωνικά ανένταχτες και απροσάρμοστες για την τότε υψηλή κοινωνία. Κάθε τάξη έχει την τάση να ανταγωνίζεται, να προβάλλεται και να διαφοροποιείται από τις άλλες. Ένας τρόπος είναι και η δημιουργία δικών της συμβόλων. Έτσι, οι μάγκες στριφογυρνούσαν κομπολόγια από ευτελή υλικά και βροντοχτυπούσαν τις χάντρες για να δηλώσουν την παρουσία τους, ενοχλώντας επίτηδες τους ανθρώπους γύρω τους. Αφαίρεσαν και την φούντα διότι δεν βόλευε στο στριφογύρισμα και στο βροντοχτύπημα των χαντρών. Οι οικονομικά ασθενέστεροι έκαναν το ίδιο, διότι η μεταξένια φούντα κόστιζε.

Αφήστε μια απάντηση